- τυλυφάντης
- τῠλ-ῠφάντης, ου, ὁ, (A
τύλη 3
, ὑφαίνω) one who weaves cushion-covers, Hyp.Fr.125.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τύλη 3
, ὑφαίνω) one who weaves cushion-covers, Hyp.Fr.125.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυλυφάντης — και τυλοφάντης, ου, ὁ, Α υφαντής καλυμμάτων για προσκέφαλα … Dictionary of Greek
τυλυφάντας — τυλυφάντᾱς , τυλυφάντης one who weaves cushion covers masc acc pl τυλυφάντᾱς , τυλυφάντης one who weaves cushion covers masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλοφάντης — ὁ, Α (μτγν. τ.) βλ. τυλυφάντης … Dictionary of Greek